πετροκόντυλο

πετροκόντυλο
το, Ν
το κοντύλι από σχιστόλιθο με το οποίο έγραφαν τα παιδιά πάνω στην πλάκα, στο αβάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κοντύλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πετροκοντυλάτος — η, ο, Ν [πετροκόντυλο] πελεκημένος πάνω στο μάρμαρο, μαρμάρινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”